- θνητογενης
- θνητογενήςθνητο-γενήςдор. θνᾱτογενής 2рожденный смертным, из рода смертных
(θ. καὴ βροτός Soph.; θ. τε καὴ Ζεύς Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θ. καὴ βροτός Soph.; θ. τε καὴ Ζεύς Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θνητογενής — και δωρ. τ. θνατογενής, ές (Α) ο καταγόμενος από θνητό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + γενής (< γένος), πρβλ. θεα γενής, θνησι γενής] … Dictionary of Greek
θνητογενής — of mortal race masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνητογενεῖς — θνητογενής of mortal race masc/fem acc pl θνητογενής of mortal race masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
θνατογενοῦς — θνᾱτογενοῦς , θνητογενής of mortal race masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)